- εικοσώρυγος
- εἰκοσώρυγος, -ον (Α)αυτός που έχει μήκος ή ύψος είκοσι οργυιές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰκοσώρυγα — εἰκοσώρυγος of twenty fathoms neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)